ασχημομούρης

ασχημομούρης
ο , ασχημομούρα η некрасивый человек, человек с некрасивым лицом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ασχημομούρης" в других словарях:

  • ασχημομούρης, ο — ασχημομούρης, α, ικο βλ. ασκημομούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασχημομούρης — και ασκημομούρης ο δύσμορφος …   Dictionary of Greek

  • άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… …   Dictionary of Greek

  • αισχροπρόσωπος — αἰσχροπρόσωπος, ον (Α) κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρόσωπον] …   Dictionary of Greek

  • ασχημάνθρωπος — και ασκ , ο ασχημομούρης, δύσμορφος …   Dictionary of Greek

  • κακομούσουδος — η, ο (Μ κακομούσουδος και κακομούσουρος, η, ο) αυτός που έχει άσχημο μουσούδι, άσχημο πρόσωπο, ο ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσούδι] …   Dictionary of Greek

  • κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] …   Dictionary of Greek

  • μούμια — η 1. πτώμα που έχει περάσει από επεξεργασία ταρίχευσης, βαλσαμωμένο πτώμα: Οι μούμιες των φαραώ τοποθετούνταν στις πυραμίδες. 2. μτφ., άνθρωπος ζαρωμένος, κοκαλιάρης, ασχημομούρης: Πώς ερωτεύτηκες αυτή τη μούμια; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»